- λυχν-έλαιον
λυχν-έλαιον, τό, Lampenöl, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχν-έλαιον, τό, Lampenöl, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρυδέλαιο — και καρυέλαιο και καρυδόλαδο, το λάδι που εξάγεται από τη ψίχα τών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + έλαιον (< έλαιον), πρβλ. δαφν έλαιον, λυχν έλαιον] … Dictionary of Greek