- λυχν-άπτης
λυχν-άπτης, ὁ, Lichtanzünder, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχν-άπτης, ὁ, Lichtanzünder, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηριάπτης — κηριάπτης, ὁ (Α) κηροστάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρίον + άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν άπτης, φαν άπτης] … Dictionary of Greek
πυράπτης — ὁ, Α αυτός που ανάβει φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν άπτης] … Dictionary of Greek
φανάπτης — ὁ, Μ ο φανανάπτης, ιδίως τών αρχοντικών οικιών και τών ναών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν άπτης] … Dictionary of Greek
φωταψία — η, ΝΜ άπλετος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αψία (< άπτης < ἅπτω «αγγίζω, ανάβω»), πρβλ. λυχν αψία, χειρ αψία] … Dictionary of Greek