θυσανόεις

θυσανόεις

θυσανόεις, εσσα, εν, ep. nur ϑυσσανόεσσα, mit Troddeln u. Quasten versehen, Hom. ϑυσσανόεσσα αἰγίς Il. 15, 229. 17, 593 u. öfter, ἀσπίς 21, 400.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυσανόεις — και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. όεις (πρβλ. αιματ όεις, αστερ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • θυσανόεις — tasseled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσανοέσσης — θυσανόεις tasseled fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσανόεσσα — θυσανόεις tasseled fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσανόεσσαν — θυσανόεις tasseled fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσσανόεσσα — θυσανόεις tasseled fem nom/voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσσανόεσσαν — θυσανόεις tasseled fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • βλαβόεις — βλαβόεις, εσσα, εν (Α) ο βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη + (ποιητ. κατάλ. επιθ.) όεις (πρβλ. αιθαλόεις, αμυγδαλόεις, ανθεμόεις, αχλυόεις, δαιδαλόεις, θυσανόεις, ιμερόεις, ιχθυόεις κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • θυσσανόεις — θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) επικ. τ. τού θυσανόεις* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”