θυσανωτός

θυσανωτός

θυσανωτός, mit Troddeln, Quasten versehen; κιϑῶνες, αἰγέαι, Her. 2, 81. 4, 189; Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυσανωτός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσανωτός — ή, ό (Α θυσανωτός, ή, όν) [θύσανος] αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός …   Dictionary of Greek

  • θυσανωτός — ή, ό αυτός που μοιάζει με θύσανο ή έχει θυσάνους: Θυσανωτή ουρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσανωτά — θυσανωτός neut nom/voc/acc pl θυσανωτά̱ , θυσανωτός fem nom/voc/acc dual θυσανωτά̱ , θυσανωτός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσανωτῶν — θυσανωτός fem gen pl θυσανωτός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσανωτόν — θυσανωτός masc acc sg θυσανωτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσανωτούς — θυσανωτός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτός — ή, ό (AM κροσσωτός, όν, θηλ. και, ή) αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός νεοελλ. ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» επιθηλιακός ιστός τού οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων… …   Dictionary of Greek

  • εκπαππούμαι — ἐκπαπποῡμαι ( όομαι) (Α) (για καρπό) γίνομαι θυσανωτός, βγάζω θύσανο (πάππο) …   Dictionary of Greek

  • θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… …   Dictionary of Greek

  • καλάσιρις — καλάσιρις, ἡ (Α) 1. μικρός λινός θυσανωτός χιτώνας τών Αιγυπτίων 2. (ως κύριο ὸν) Καλάσιρις, ἡ τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αιγυπτιακής μεν προελεύσεως, αλλά αβέβαιης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”