θυστήριον

θυστήριον

θυστήριον, τό, erkl. Suid. ὁρμητήριον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυστήριον — θυστήριον, τὸ (Α) [θύω (I)] (κατά τον Ησύχ.) «θυτηρίοις θυμιατηρίοις» …   Dictionary of Greek

  • θυστήριον — θυστήριος sacrificing priest masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυστήριος — θυστήριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυστήριος προσωνυμία τού Διονύσου 2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον «όρμητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε τού θύω (I) είτε τού θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη τής πιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”