θυστάς

θυστάς

θυστάς, άδος, ἡ, zum Opfer gehörig; νόμισμα ϑυστάδος βοῆς Aesch. Spt. 251, der Opferruf, -gesang; ϑεοὶ οὐ δέχονται ϑυστάδας λιτάς, das Flehen beim Opfer, Soph. Ant. 1006. – Nach Hesych. sind αἱ ϑυστάδες die Bacchantinnen u. die Gottbegeisterten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυστάς — θυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία, θυσιαστήρια, θυτική (α. «θυστάδος βοῆς» τής κραυγής που ακούγεται κατά την προσφορά θυσίας, Αισχύλ. β. «θυστάδες λιταί» προσευχές θυσιαστήριες, προσευχές που συνοδεύουν θυσία, Σοφ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • θύστας — θύστας, ὁ, δωρ. τ. τού θύστης* (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ό ἱερεὺς παρὰ Κρησί». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο σιγμόληκτο θ. θυσ τού θύω (I)] …   Dictionary of Greek

  • θυστάς — sacrificial fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύστας — θύστᾱς , θύστης sacrificing priest masc acc pl θύστᾱς , θύστης sacrificing priest masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυστάδας — θυστάς sacrificial fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυστάδες — θυστάς sacrificial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυστάδος — θυστάς sacrificial fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • θύστης — και δωρ. τ. θύστας, ὁ (Α) βλ. θύστας. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. θύστας] …   Dictionary of Greek

  • μεθυστάς — μεθυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”