- λυσσήεις
λυσσήεις, εσσα, εν, = λυσσαλέος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσσήεις, εσσα, εν, = λυσσαλέος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσσήεις — λυσσήεις, εσσα, εν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μανιώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. ήεις (πρβλ. λωβ ήεις, τραπεζ ήεις)] … Dictionary of Greek
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek