λυσσήρης

λυσσήρης

λυσσήρης, ες, = λυσσαλέος, wüthend, Orph. Hymn. Eumen. 6 u. a. sp. D., wie Man. 6, 560.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυσσήρης — λυσσήρης, ῆρες (Α) λυσσαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + επίθημα ήρης* (πρβλ. λευκ ήρης, μον ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՏԱՂԻ — (ղւոյ, ղեաց.) NBH 1 1060 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 13c ա. (լծ. լտ. գադու՛լլուս, թ. գօդուղ). λυσσαλήεις , λυσσήρης rabidus, rabiosus μανικός, ἕκφρων insanus, furiosus, furibundus ἅγριος agrestis,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”