λυσσάς

λυσσάς

λυσσάς, άδος, ἡ, die Wüthende, Rasende, Ep. ad. 353 (Plan. 289); u. adj., λυσσάδι μοίρᾳ, Eur. Herc. Fur. 1024.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυσσάς — λυσσάς, άδος, ἡ (Α) μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. μαιν άς)] …   Dictionary of Greek

  • λυσσᾷς — λυσσάω to be raging pres subj act 2nd sg λυσσάω to be raging pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσσας — λύσσᾱς , λύσσα rage fem acc pl λύσσᾱς , λύσσα rage fem gen sg (doric aeolic) λύσσᾱς , λυσσάω to be raging imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσάδα — λυσσάς raging mad fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσάδες — λυσσάς raging mad fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσάδι — λυσσάς raging mad fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσάδος — λυσσάς raging mad fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροφοβία — (Ιατρ.). Νοσηρή απέχθεια για το νερό και γενικά για τα υγρά, που παρατηρείται σε ορισμένες παθήσεις όπως υστερία, υποχονδρία, μηνιγγίτιδα, κ.ά. Η υ. είναι ένα από τα συμπτώματα της λύσσας που παρατηρείται μόνο στον άνθρωπο και οφείλεται σε σπασμό …   Dictionary of Greek

  • ανθηρός — ή, ό (AM ἀνθηρός, ά, όν) [άνθος] (για έδαφος ή τόπο) αυτός που έχει πολλά άνθη, λουλουδιασμένος νεοελλ. μτφ. 1. (για πρόσωπα) δυνατός, γερός, ευδιάθετος 2. (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί 3. φρ. «ανθηρά οικονομικά μέσα»… …   Dictionary of Greek

  • αντιλυσσικός — ή, ό («αντιλυσσικό εμβόλιο, ορός») αυτός που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της λύσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + λυσσικός. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. antirabics. Ο ελληνικός όρος αντιλυσσικός μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλομυελίτιδα — Φλεγμονή του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. Η ε. μπορεί να παρουσιαστεί συνήθως ως εμπλοκή μερικών ιώσεων, αλλά εμφανίζεται και σε ορισμένες περιπτώσεις μετά από εμβόλιο, για παράδειγμα της λύσσας. * * * και εγκεφαλομυελίτις, η φλεγμονώδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”