λυσσο-μανής

λυσσο-μανής

λυσσο-μανής, ές, rasend, toll, Sp., übertr., ῥομβητοὺς δονέων λυσσομανεῖς πλοκάμους Antip. Sid. 27 (VI, 219).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασομανώ — άω 1. φουντώνω, θεριεύω 2. εμφανίζομαι με ζωηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θράσος + μανώ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • λακωνομανώ — λακωνομανῶ, έω (Α) κωμ. τρέφω υπερβολική αγάπη προς τους Λακεδαιμονίους και την επιδεικυύω, πάσχω από λακωνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάκων + μανῶ (< μανής < θ. μαν , πρβλ. αόρ. ἐ μάν ην < τού μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ, οχλο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • οχλομανώ — ὀχλομανῶ, έω (Α) επιδιώκω με μανία την εύνοια τού όχλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • πυριμανώ — έω, Α ξεσπώ σε σφοδρή φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • σοφιστομανώ — έω, Α αγαπώ ή επιζητώ με μανία τους σοφιστές ή τη σοφιστική («σοφιστομανοῡσιν οἱ πλεῑστοι τῶν νέων καὶ ἀφρονέστεροι», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφιστής + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • τριζομανώ — άω, Ν τρίζω συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + μανώ (< μανής*), πρβλ. λυσσο μανώ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”