λυρο-θελγής

λυρο-θελγής

λυρο-θελγής, ές, durch Lyraspiel bezaubert, λείψανα πύργων Onest. 6 (IX, 250).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρενοθελγής — ές, ΜΑ θελκτικός, γοητευτικός («φρενοθελγέος ἀσιδῆς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + θελγής (< θέλγω), πρβλ. λυρο θελγής, παν θελγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”