- θυρη-βόλος
θυρη-βόλος, = τέκτων, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρη-βόλος, = τέκτων, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαζοβόλιο — μαζοβόλιον, τὸ (Α) το μαζονόμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. θυρη βόλιον, σιδηρο βόλιον] … Dictionary of Greek