- λυριστής
λυριστής, ὁ, der die Lyra spielt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυριστής, ὁ, der die Lyra spielt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυριστής — λυριστής, ὁ, θηλ. λυρίστρια (Α) [λυρίζω] αυτός που παίζει λύρα … Dictionary of Greek
λυριστής — player on the lyre masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρισταί — λυριστής player on the lyre masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυριστήν — λυριστής player on the lyre masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek