- θυρσάζω
θυρσάζω, das Bacchusfest mit dem Thyrsus feiern; bei Ar. Lys. 1313 in lakonischer Form Βακχᾶν ϑυρσαδδωᾶν, od. nach dem cod. Rav. ϑυρσαδδοᾶν, für ϑυρσαζουσῶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρσάζω, das Bacchusfest mit dem Thyrsus feiern; bei Ar. Lys. 1313 in lakonischer Form Βακχᾶν ϑυρσαδδωᾶν, od. nach dem cod. Rav. ϑυρσαδδοᾶν, für ϑυρσαζουσῶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρσάζω — (Α) [θύρσος] κρατώ θύρσο*, πάλλω με το χέρι μου θύρσο, θυρσοφορώ* … Dictionary of Greek
θυρσῶν — θυρσάζω bear fut part act masc voc sg θυρσάζω bear fut part act neut nom/voc/acc sg θυρσάζω bear fut part act masc nom sg (attic epic ionic) θυρσόω make into thyrsi pres part act masc voc sg (doric aeolic) θυρσόω make into thyrsi pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσαζουσῶν — θυρσάζω bear pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσῷ — θυρσάζω bear fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek