θυρσάριον

θυρσάριον

θυρσάριον, τό, dim. von ϑύρσος, Plut. Symp. 1, 1, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυρσάριον — θυρσάριον, τὸ (Α) 1. μικρός θύρσος* 2. (για λαχανικά) το μέρος που προεξέχει, η κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + άριον (πρβλ. βιβλι άριον, σημειωματ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • θυρσάριον — head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσαρίοις — θυρσάριον head neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”