- θρῑνάκη
θρῑνάκη, = ϑρῖναξ, Schol. Theocr. 7, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρῑνάκη, = ϑρῖναξ, Schol. Theocr. 7, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρινάκη — θρινάκη, ἡ (Α) θρίναξ*, τρικάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού θρίναξ*] … Dictionary of Greek