θρῑαστής, ὁ, Feigenbauer, Poll. 7, 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριαστής — θριαστής, ὁ (Α) αυτός που καλλιεργεί συκιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριάζω (< θρίον) «συλλέγω φύλλα συκιάς»] … Dictionary of Greek
θριασταί — θριαστής planter of fig trees masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)