- θραῦμα
θραῦμα, τό, = ϑραῠσμα, VLL., s. Lob. zu Soph. Ai. p. 322; Aesch. Ag. 1139, was den Geist bricht, wo man ϑαῦμα u. τραῠμα emendirt hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραῦμα, τό, = ϑραῠσμα, VLL., s. Lob. zu Soph. Ai. p. 322; Aesch. Ag. 1139, was den Geist bricht, wo man ϑαῦμα u. τραῠμα emendirt hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραύμα — θραῡμα, τὸ (Α) [θραύω] 1. θραύσμα 2. αποζημίωση για σπάσιμο 3. καταστροφή … Dictionary of Greek
θραῦμα — fragment neut nom/voc/acc sg θραῦσμα scab neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυμάτων — θραῦμα fragment neut gen pl θραῡμάτων , θραῦσμα scab neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύμασιν — θραῦμα fragment neut dat pl θραύ̱μασιν , θραῦσμα scab neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύματα — θραῦμα fragment neut nom/voc/acc pl θραύ̱ματα , θραῦσμα scab neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύματ' — θραύματα , θραῦμα fragment neut nom/voc/acc pl θραύματι , θραῦμα fragment neut dat sg θραύματε , θραῦμα fragment neut nom/voc/acc dual θραύ̱ματα , θραῦσμα scab neut nom/voc/acc pl θραύ̱ματι , θραῦσμα scab neut dat sg θραύ̱ματε , θραῦσμα scab neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek
καταδέω — (I) καταδέω (Α) 1. δένω στερεά («ἵππους μὲν κατέδησαν... ἱμᾱσι φάτνη ἐφ ἱππείῃ» Ομ. Ιλ.) 2. περιδένω, περιτυλίγω («θραῡμά ἐστι καταδῆσαι», ΠΔ) 3. βάζω σε δεσμά, φυλακίζω («συνέλαβε σφέας καὶ κατέδησε», Ηρόδ.) 4. καταδικάζω κάποιον για έγκλημα 5.… … Dictionary of Greek
τιτρώσκω — ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α νεοελλ. (μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις) 1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της») 2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του») αρχ. 1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
ՀԱՐԱԾ — (ոյ, ի.) NBH 2 0060 Chronological Sequence: Early classical գ. θρᾶυμα vulnus. Հարուած կեղոյ. վէրք կամ այրածք բնութեան. *Քազի հարած է, բորոտութիւն գլխոյ է: Տեսանիցէ զարած հարածոյն. կամ զարած հարածին: Տեսիլ հարածոյն: Ըստ ամենայն արածոյ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)