- θραῦσμα
θραῦσμα, τό, das Zerbrochene, Bruchstück, ἐρειπίων Aesch. Pers. 417; σαρκῶν D. Hal. 10, 2; D. Sic. 3, 12; Luc. conscr. hist. 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραῦσμα, τό, das Zerbrochene, Bruchstück, ἐρειπίων Aesch. Pers. 417; σαρκῶν D. Hal. 10, 2; D. Sic. 3, 12; Luc. conscr. hist. 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραῦσμα — scab neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσμα — το (ΑΜ θραῡσμα) [θραύω] κομμάτι που έχει αποσπαστεί από σκληρό σώμα με θραύση, σύντριμμα, θρύψαλο («θραύσμα οβίδας») αρχ. 1. (για τη λέπρα) η εφελκίδα* 2. (στον Διοσκ.) το καλύτερο είδος τού αμμωνιακού κόμμεως 3. κάταγμα … Dictionary of Greek
θραύσμα — το, ατος κομμάτι από κάτι σπασμένο: Τραυματίσθηκε από θραύσμα χειροβομβίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θραυσμάτων — θραῦσμα scab neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσμασι — θραῦσμα scab neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσμασιν — θραῦσμα scab neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσματα — θραῦσμα scab neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσματι — θραῦσμα scab neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσματος — θραῦσμα scab neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… … Dictionary of Greek
θραύματ' — θραύματα , θραῦμα fragment neut nom/voc/acc pl θραύματι , θραῦμα fragment neut dat sg θραύματε , θραῦμα fragment neut nom/voc/acc dual θραύ̱ματα , θραῦσμα scab neut nom/voc/acc pl θραύ̱ματι , θραῦσμα scab neut dat sg θραύ̱ματε , θραῦσμα scab neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)