θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… … Dictionary of Greek
θρίδαξ — lettuce fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδάκων — θρίδαξ lettuce fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδακα — θρίδαξ lettuce fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδακας — θρίδαξ lettuce fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδακες — θρίδαξ lettuce fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδακι — θρίδαξ lettuce fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδακος — θρίδαξ lettuce fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδαξι — θρίδαξ lettuce fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδαξιν — θρίδαξ lettuce fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόδαξ — θρόδαξ, ακος, ἡ (Α) θρίδαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπρ. τ. αντί θρίδαξ*] … Dictionary of Greek