- θρίγκωμα
θρίγκωμα, τό, = ϑριγκός; Plut. Symp. 5, 10, 3, übertr., ϑρίγκωμα τῆς τροφῆς, vom Salz; ist auch Eur. I. T. 74 für τριχώματα vermuthet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρίγκωμα, τό, = ϑριγκός; Plut. Symp. 5, 10, 3, übertr., ϑρίγκωμα τῆς τροφῆς, vom Salz; ist auch Eur. I. T. 74 für τριχώματα vermuthet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρίγκωμα — και θρίγχωμα, τὸ (Α) [θριγκώ] 1. ακροτοίχιο 2. αλάτι … Dictionary of Greek
θρίγκωμα — coping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριγκώματα — θρίγκωμα coping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίγχωμα — θρίγχωμα, τὸ (Α) βλ. θρίγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θρίγκωμα*] … Dictionary of Greek