θράσος

θράσος

θράσος, τό, eigtl. dasselbe, was ϑάρσος, aus dem es durch Metathesis entstanden ist, also Muth, Unerschrockenheit; τὸν δ' οὔ περ ἔχει ϑράσος Il. 14, 416; Pind. P. 2, 63. 83; Soph. El. 983 Tr. 723; ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ ϑράσει Aesch. Prom. 863 u. öfter. – Gew. aber, wenigstens nach der Untetscheidung der Gramm. (vgl. Schol. Ap. Rh. 2, 77), in tadelnder Bedeutung gebraucht, übertriebener od. vergeblicher Muth, Tollkühnheit, Verwegenheit, Frechheit; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον ϑράσους Soph. Ant. 846; El. 616; neben τόλμα Ai. 46; ϑεοβλαβοῦνϑ' ὑπερκόμπῳ ϑράσει Aesch. Pers. 817; παμμάχῳ ϑράσει βρύων Ag. 163; πεπύργωσαι ϑράσει Eur. Or. 1568; ἐγώ σε παύσω τοῦ ϑράσους Ar. Equ. 429; auch in Prosa, obwohl seltener; Plat. Legg. III, 701 b; der ἀναίδεια entsprechend, Aesch. 1, 189; vgl. Thuc. 2, 40; den Unterschied hervorhebend sagt Luc. οὐδἐ γὰρ ϑράσος, ἀλλὰ ϑάρσος φησὶν Ὅμηρος αὐτῇ (τῇ μυίᾳ) προςεῖναι, Musc. enc. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θράσος — courage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …   Dictionary of Greek

  • θράσος — το ους 1. υπερβολική τόλμη: Το θάρρος όταν δεν είναι έλλογο, καταντάει θράσος. 2. αναίδεια: Ύστερα από όλα αυτά, έχει το θράσος να μας μιλάει. – Το θράσος του δεν έχει όρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θράσος — Θράσεος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καστανάκης, Θράσος — (Κωνσταντινούπολη 1901 – Παρίσι 1967). Πεζογράφος. Το 1919 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μαθήτευσε κοντά στον Ψυχάρη. Αργότερα διαδέχθηκε τον δάσκαλό του στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών της Σορβόνης, στο τμήμα νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας.… …   Dictionary of Greek

  • θρασεύω — [θράσος] θρασομανώ* …   Dictionary of Greek

  • θρασέων — θράσος courage neut gen pl (epic doric ionic aeolic) θράζω fut part act masc nom sg (doric) θρασύς bold masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) θρασέω̆ν , θρασύς bold masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θράσους — θράσος courage neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θράσει — θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic) θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) θράσεϊ , θράσις fem dat sg (epic) θράσις fem dat sg (attic ionic) θράσος courage… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποθρασύνω — ομαι (AM ἀποθρασύνομαι) νεοελλ. 1. ( ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσος αρχ. μσν. 1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε 2. μιλώ με θράσος 3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα …   Dictionary of Greek

  • θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”