- θράσυνος
θράσυνος, = ϑάρσυνος, E. M. 204, 17, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θράσυνος, = ϑάρσυνος, E. M. 204, 17, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θράσυνος — θράσυνος, ον (Α) θρασύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό τού θρασύνω* (πρβλ. θάρσυνος < θαρσύνω)] … Dictionary of Greek