- θρηνητήρ
θρηνητήρ, ῆρος, ὁ, der Wehklagende, Aesch. Pers. 937.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρηνητήρ, ῆρος, ὁ, der Wehklagende, Aesch. Pers. 937.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρηνητήρ — θρηνητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. θρηνήτρια (Α) [θρηνώ] αυτός που μοιρολογεί, αυτός που θρηνεί … Dictionary of Greek
θρηνητῆρος — θρηνητήρ mourner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνητήρων — θρηνητήρ mourner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνήτωρ — θρηνήτωρ, ὁ (Α) [θρηνώ] ο θρηνητήρ* … Dictionary of Greek
θρηνητήριος — θρηνητήριος, ον (Α) [θρηνητήρ] θρηνητικός … Dictionary of Greek
θρηνητής — θρηνητής, ὁ (Α) [θρηνώ] ο θρηνητήρ* … Dictionary of Greek
θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… … Dictionary of Greek
μαριανδυνός — μαριανδυνός, ή, όν (Α) [Μαριανδυνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μαριανδυνία ή προέρχεται από αυτή τη χώρα τής Βιθυνίας («μαριανδυνοὶ κάλαμοι» αυλοί, Κωμ. Αδέσπ.) 2. ως κύριο όν. ὁ Μαριανδυνός ο κάτοικος τής Μαριανδυνίας 3. φρ.… … Dictionary of Greek