θρηνητικός

θρηνητικός

θρηνητικός, zum Wehklagen geneigt; Arist. Eth. 9, 11; αὐλός, αὔλημα, Poll. 4, 73. 75; τὸ ϑρηνητικόν, das Klägliche, Plut. Symp. 1, 5, 2. – Adv., Poll. 6, 202.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρηνητικός — inclined to lament masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητικός — ή, ό (ΑΜ θρηνητικός, ή, όν) [θρηνητής] 1. επιρρεπής στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο 2. πένθιμος, θλιβερός, λυπητερός αρχ. 1. κατάλληλος για θρήνο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρηνητικόν αιτία για θρήνο. επίρρ... θρηνητικώς και ά (ΑΜ… …   Dictionary of Greek

  • θρηνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. κλαψιάρης, αυτός που γίνεται ή μοιάζει με θρήνο: Θρηνητική κραυγή. 2. λυπητερός, πένθιμος: Θρηνητικά άσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρηνητικά — θρηνητικός inclined to lament neut nom/voc/acc pl θρηνητικά̱ , θρηνητικός inclined to lament fem nom/voc/acc dual θρηνητικά̱ , θρηνητικός inclined to lament fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητικῶν — θρηνητικός inclined to lament fem gen pl θρηνητικός inclined to lament masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητικόν — θρηνητικός inclined to lament masc acc sg θρηνητικός inclined to lament neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητικοῖς — θρηνητικός inclined to lament masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητικοί — θρηνητικός inclined to lament masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητικοῦ — θρηνητικός inclined to lament masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητικούς — θρηνητικός inclined to lament masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητικῆς — θρηνητικός inclined to lament fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”