- θραγμός
θραγμός, ὁ, Geräusch, das beim Zerbrechen einer Sache entsteht, Sext. Emp. pyrrh. 1, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραγμός, ὁ, Geräusch, das beim Zerbrechen einer Sache entsteht, Sext. Emp. pyrrh. 1, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραγμός — θραγμός, ὁ (Α) [θράσσω] τρίξιμο, τριγμός … Dictionary of Greek
θραγμόν — θραγμός crackling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θράσσω — και αττ. τ. θράττω (Α) 1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ 2. καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θρᾱχ jω, με παρακμ. τέτρη χα (πρβλ. τέ θνη κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ αυτής χρησιμοποιείται στον … Dictionary of Greek