- θριδάκιον
θριδάκιον, τό, dim. zu ϑρίδαξ, Plut. glor. Ath. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριδάκιον, τό, dim. zu ϑρίδαξ, Plut. glor. Ath. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριδακίου — θριδάκιον neut gen sg θριδακίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίων — θριδάκιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδάκια — θριδάκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδάκι — και θριδάκιο, το (ΑΜ θριδάκιον) [θρίδαξ] μαρουλάκι νεοελλ. 1. (βιοχ.) εκχύλισμα νωπών βλαστών τού καλλιεργούμενου μαρουλιού 2. (φαρμ.) φάρμακο καταπραϋντικό τής βρογχίτιδας … Dictionary of Greek