- θριδάκινος
θριδάκινος, salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριδάκινος, salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριδάκινος — θριδάκινος, ίνη, ον (Α) [θρίδαξ] αυτός που μοιάζει με μαρούλι ή προέρχεται από μαρούλι … Dictionary of Greek
θριδακίνων — θριδάκινος fem gen pl θριδάκινος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίναις — θριδάκινος fem dat pl θριδακίνη lettuce fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνη — θριδάκινος fem nom/voc sg (attic epic ionic) θριδακίνη lettuce fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνην — θριδάκινος fem acc sg (attic epic ionic) θριδακίνη lettuce fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνης — θριδάκινος fem gen sg (attic epic ionic) θριδακίνη lettuce fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνῃ — θριδάκινος fem dat sg (attic epic ionic) θριδακίνη lettuce fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνα — θριδακίνᾱ , θριδάκινος fem nom/voc/acc dual θριδακίνᾱ , θριδάκινος fem nom/voc sg (doric aeolic) θριδακίνᾱ , θριδακίνη lettuce fem nom/voc/acc dual θριδακίνᾱ , θριδακίνη lettuce fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνας — θριδακίνᾱς , θριδάκινος fem acc pl θριδακίνᾱς , θριδάκινος fem gen sg (doric aeolic) θριδακίνᾱς , θριδακίνη lettuce fem acc pl θριδακίνᾱς , θριδακίνη lettuce fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… … Dictionary of Greek
θριδακίναι — θριδακίνᾱͅ , θριδάκινος fem dat sg (doric aeolic) θριδακίνᾱͅ , θριδακίνη lettuce fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)