θριδακηΐς

θριδακηΐς

θριδακηΐς, ίδος, ἡ, fem. zu ϑριδάκινος, Nic. Th. 838.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θριδακηίς — θριδακηΐς, ἡ (Α) (για φυτό) ως επίθ. αυτή που μοιάζει με μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίδαξ, ακος, με ποιητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”