θριαμβευτής

θριαμβευτής

θριαμβευτής, , der Triumphator, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θριαμβευτής — one who enjoys a triumph masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβευτής — ο, θηλ. θριαμβεύτρια (ΑΜ θριαμβευτής, θηλ. εύτρια) [θριαμβεύω] νεοελλ. μσν. αυτός που θριάμβευσε, ο τροπαιοφόρος αρχ. (στην αρχ. Ρώμη) ο στρατηγός που τελεί θρίαμβο …   Dictionary of Greek

  • θριαμβευτής — ο θηλ. θριαμβεύτρια αυτός που σημειώνει μεγάλη επιτυχία, ο νικητής: Θριαμβευτής των εκλογών. – Αναδείχτηκε θριαμβεύτρια στο διαγωνισμό ομορφιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θριαμβευτοῦ — θριαμβευτής one who enjoys a triumph masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβευτῇ — θριαμβευτής one who enjoys a triumph masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβευτήν — θριαμβευτής one who enjoys a triumph masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • θριαμβευτικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβευτικός ή, όν) [θριαμβευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θριαμβευτή («θριαμβευτικές τιμές») 2. αυτός που έχει τη μορφή ή τον τρόπο θριάμβου «θριαμβευτικό ύφος»). επίρρ... θριαμβευτικώς, ά με θριαμβευτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • τροπαιούχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (12 τ. χλμ.). * * * α, ο / τροπαιοῡχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που έχει τρόπαια, νικητής, θριαμβευτής μσν. προσωνυμία Βυζαντινών αυτοκρατόρων αρχ. 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”