- θριαμβευτικός
θριαμβευτικός, den Triumphator betreffend, κηδεύματα, Verschwägerung mit ihm, Plut. Cat. mai. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριαμβευτικός, den Triumphator betreffend, κηδεύματα, Verschwägerung mit ihm, Plut. Cat. mai. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριαμβευτικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβευτικός ή, όν) [θριαμβευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θριαμβευτή («θριαμβευτικές τιμές») 2. αυτός που έχει τη μορφή ή τον τρόπο θριάμβου «θριαμβευτικό ύφος»). επίρρ... θριαμβευτικώς, ά με θριαμβευτικό τρόπο … Dictionary of Greek
θριαμβευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο θρίαμβο: Στους νικητές των αγώνων επιφύλαξαν θριαμβευτική υποδοχή. – Θριαμβευτική αψίδα (μνημείο προς ανάμνηση κάποιας μεγάλης νίκης). 2. αυτός που ταιριάζει σε θριαμβευτή, αλαζονικός: Θριαμβευτικό ύφος.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πολωνέζος — ο, θηλ. Πολωνέζα, Ν 1. ο κάτοικος τής Πολωνίας 2. (το θηλ. ως προσηγορ.) η πολωνέζα μουσ. είδος εθνικού πολωνικού χορού καθώς και η μουσική του, πιθανότητα θριαμβευτικός χορός τών πολεμιστών, κάποτε, που υιοθετήθηκε από την πολωνική αριστοκρατία… … Dictionary of Greek
αλώσιμος — η, ο (Α ἁλώσιμος, ον) αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα εξαπατάται 2. εύληπτος, κατανοητός 3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη 4. αυτός που αναφέρεται ή… … Dictionary of Greek
τριουμφάλιος — ον, Μ θριαμβευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triumphalis (< triumphus «θρίαμβος»)] … Dictionary of Greek
θριαμβικός — ή, ό θριαμβευτικός: Θριαμβική αψίδα του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)