θρεπτήριος

θρεπτήριος

θρεπτήριος, 1) ernährend, μασϑός Aesch. Ch. 538; τὰ ϑρεπτήρια, al Nahrungsmittel, νηδύος Soph. O. C. 1265, b) Lohn für die Ernährung, Ammenlohn, ἀπὸ ϑρεπτήρια δοίη H. h. Cer. 168. 223, auch der Lohn, den die Kinder den Eltern erstatten, Hes. O. 186, s. τροφεῖον. – 2) ernährt, πλόκαμος Ἰνάχῳ ϑρ., die man für den In. hat wachsen lassen, Aesch. Ch. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρεπτήριος — θρεπτήριος, ον (ΑΜ) [θρεπτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον τόπος διατροφής και ανατροφής αρχ. 1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός 2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί 3. τα προς το ζην, η τροφή 4. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτήριος — feeding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτήριον — θρεπτήριος feeding masc/fem acc sg θρεπτήριος feeding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτηρίου — θρεπτήριος feeding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτήρια — θρεπτήριος feeding neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”