- θρεπτήρ
θρεπτήρ, ῆρος, ὁ, Ernährer; Mel. 72 (XII, 137); Nonn. 3, 385.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρεπτήρ, ῆρος, ὁ, Ernährer; Mel. 72 (XII, 137); Nonn. 3, 385.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρεπτήρ — θρεπτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. θρέπτειρα (Α) [τρέφω] αυτός που ανατρέφει … Dictionary of Greek
θρεπτῆρα — θρεπτήρ feeder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτῆρες — θρεπτήρ feeder masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτῆρι — θρεπτήρ feeder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτῆρος — θρεπτήρ feeder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτῆρσιν — θρεπτήρ feeder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
θρέπτρα — (I) θρέπτρα, ἡ (Α) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θρεπτήρ αντί θρέπτειρα]. (II) θρέπτρα, τὰ (Α) 1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους 2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω… … Dictionary of Greek
θρεπτήριος — θρεπτήριος, ον (ΑΜ) [θρεπτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον τόπος διατροφής και ανατροφής αρχ. 1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός 2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί 3. τα προς το ζην, η τροφή 4. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
παντοθρέπτειρα — ἡ, Μ αυτή που τρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + θρέπτειρα, θηλ. του θρεπτήρ] … Dictionary of Greek