θραυπίς oder ϑραπίς, ἡ, v. l. ϑλυπίς, eine Art Distelfink, Arist. H. A. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραυπίς — a small bird fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυπίδα — η (Α θραυπίς) μικρό στρουθιόμορφο πτηνό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek