- θραττίδιον
θραττίδιον, τό, dim. dazu, Anaxandrid. bei Ath. III, 105 f, vgl. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραττίδιον, τό, dim. dazu, Anaxandrid. bei Ath. III, 105 f, vgl. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραττίδιον — θρᾳττίδιον, τό (Α) μικρό ψαράκι, θράττα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρᾴττα*] … Dictionary of Greek
θρᾳττιδίων — θρᾳττίδιον a small sea fish neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)