- θρασυ-κάρδιος
θρασυ-κάρδιος, kühnherzig, muthig; Il. 10, 41. 13, 343; Hes. Sc. 448.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυ-κάρδιος, kühnherzig, muthig; Il. 10, 41. 13, 343; Hes. Sc. 448.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυκάρδιος — θρασυκάρδιος, ον (ΑΜ) μσν. αυθάδης αρχ. τολμηρός, γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
ισχυροκάρδιος — ἰσχυροκάρδιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) γενναίος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
λιθοκάρδιος — λιθοκάρδιος, ον (AM) σκληρόκαρδος μσν. μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] … Dictionary of Greek
λυκοκάρδιος — λυκοκάρδιος, ον (Μ) αυτός που έχει καρδιά σαν τού λύκου, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, ταραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
χαλκεοκάρδιος — ον, Α αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] … Dictionary of Greek