- θρύον
θρύον, τό, Binse, Il. 21, 351, neben λωτός u. κύπειρος; Ep. ad. 222 (IX, 723). Auch a. Sp., wie D. Sic. 3, 10. – Bei Theophr. ein anderes Kraut, auch ϑρύορος geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρύον, τό, Binse, Il. 21, 351, neben λωτός u. κύπειρος; Ep. ad. 222 (IX, 723). Auch a. Sp., wie D. Sic. 3, 10. – Bei Theophr. ein anderes Kraut, auch ϑρύορος geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Θρύον — reed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύον — reed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρύω — Θρύον reed neut nom/voc/acc dual Θρύον reed neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύω — θρύον reed neut nom/voc/acc dual θρύον reed neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρύα — Θρύον reed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύα — θρύον reed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρύου — Θρύον reed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύου — θρύον reed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρύων — Θρύον reed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύων — θρύον reed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρύῳ — Θρύον reed neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)