θρύμμα

θρύμμα

θρύμμα, τό, das Abgeriebene, Bruchstück, Sp.; Brocken von Brot, Poll. 10, 91 aus Ar.; Ael. V. H. 13, 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρύμμα — that which is broken off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύμμα — το (ΑΜ θρύμμα) [θρύπτω] σύντριμμα, θραύσμα, θρύψαλο, κομμάτι μσν. αρχ. ψίχουλο, κομμάτι ψωμιού ή άλλου φαγώσιμου …   Dictionary of Greek

  • θρύμμα — το, ατος θρύψαλο: Έπεσε το ποτήρι από τα χέρια της και έγινε θρύμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρυμματίζω — [θρύμμα] 1. κατακερματίζω, κατασυντρίβω 2. καταστρέφω, εκμηδενίζω («το πάθος τής χαρτοπαιξίας θρυμμάτισε τη ζωή του»] …   Dictionary of Greek

  • θρυμμάτων — θρύμμα that which is broken off neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύμμασι — θρύμμα that which is broken off neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύμματα — θρύμμα that which is broken off neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Trumm, das — Das Trumm, des es, plur. die Trümmer, Diminut. das Trümmchen, Oberd. Trümmlein, eigentlich ein kurzes dickes Stück eines Ganzen, und in weiterer Bedeutung ein jedes von einem Ganzen abgerissene, abgebrochene oder auf andere Art abgesonderte Stück …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • θρυμματίς — θρυμματίς, ίδος, ἡ (Α) [θρύμμα] είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα …   Dictionary of Greek

  • θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω …   Dictionary of Greek

  • θρύψαλο — και θρούψαλο και θρούβαλο, το το θρύμμα, το σύντριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω (πρβλ. θρύψω, έθρυψα) + κατάλ. αλο* (πρβλ. καύκ αλο, χούφτ αλο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”