θρόος

θρόος

θρόος, ὁ (ϑρέω), att. zsgz. ϑροῠς, lautes Rufen; οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς ϑρόος, ἀλλὰ γλῶσσ' ἐμέμικτο Il. 4, 437; Pind. πολύφατος ϑρόος ὑμνων, lauter Schall, N. 7, 81, wie ἠχήεις ϑρ. αὐλῶν p. bei Plut. Symp. 3, 6, 4. Bei Xen. Hell. 6, 5, 35 heimliches Gemurmel einer Menge, womit Thuc. 4, 66. 8, 79 zu vgl.; ϑροῦς τις τοιοῠτος διῆλϑε, ein Gerücht verbreitete sich, Xen. Cyr. 6, 1, 37, wie D. ^^al. 6, 57; Plut. Galb. 26 u. D. C. oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρόος — θρόος, ὁ (Α) βλ. θρους …   Dictionary of Greek

  • θρόος — noise masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θροῦς — θρόος noise masc acc pl (attic) θρόος noise masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόον — θρόος noise masc acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόου — θρόος noise masc gen sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκόθροος — ον, και συνηρ. τ. χαλκόθρους, ουν, ΜΑ χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + θροος / θρους (< θρόος / θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. κακό θροος / θρους, οἰωνό θροος] …   Dictionary of Greek

  • μελίθροος — μελίθροος, ον και μελίθρους, ουν (Α) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ θροος, οιωνό θροος] …   Dictionary of Greek

  • μιξόθροος — μιξόθροος, ον (Α) αναμεμιγμένος με βοή, με φωνές («λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θροος (αττ. τ. τού θροῦς + θρέομαι «φωνάζω»), πρβλ. λιπό θροος] …   Dictionary of Greek

  • πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] …   Dictionary of Greek

  • τηλύθροος — και τηλέθροος, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀξύφωνος, μεγαλόφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε τηλέθροος (< τηλ[ε] * + θροος [< θροῦς «θόρυβος»]), πρβλ. κακό θροος] …   Dictionary of Greek

  • όθροον — ὄθροον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόφωνον, σύμφωνον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + θροος (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. ετερό θροος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”