- θρυόεις
θρυόεις, Αἰγύπτοιο ἴαμνοι Nic. Th. 200, binsenreich. Vgl. Θρυόεσσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρυόεις, Αἰγύπτοιο ἴαμνοι Nic. Th. 200, binsenreich. Vgl. Θρυόεσσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρυόεις — θρυόεις, εσσα, εν (Α) (για τόπο) αυτός που είναι γεμάτος βούρλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + επίθημα όεις (πρβλ. αστερ όεις, δακρυ όεις, οθρυ όεις)] … Dictionary of Greek
θρυόεις — rushy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυοέσσης — θρυόεις rushy fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυόεντας — θρυόεις rushy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυόεσσα — θρυόεις rushy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυόεσσαν — θρυόεις rushy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύο — το (Α θρύον) το βούρλο νεοελλ. βοτ. είδος ζιζανίου τών αγρών, δεμάτια, δεματόχορτο, μαχαιρίδι, βούτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρύον ανάγεται πιθ. σε ΙE *truso και συνδέεται με αρχ. σλαβ. trŭstĭ «καλάμι». Το δασύ τού τ. προήλθε ίσως από αρχικό τ. *τρυhον … Dictionary of Greek