θρυψί-χρως

θρυψί-χρως

θρυψί-χρως, erkl. Hesych. τρυφερό-χρως, von weichlicher Haut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρεψίχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α (για ένα είδος πολύποδα) αυτός που μεταβάλλει το χρώμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέψις + χρώς, χρωτός, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) «χρώμα, επιδερμίδα» (πρβλ. θρυψί χρως)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”