θρυπτικός

θρυπτικός

θρυπτικός, zum Zerreiben geeignet, zerreibend, λίϑων Galen. – Uebertr., weiblich, üppig, weibisch; ϑρυπτικώτεροι πολὺ νῦν ἢ ἐπὶ Κύρου εἰσί Xen. Cyr. 8, 8, 15; Sp.; ϑρυπτικόν τι προςεφϑέγγετο D. Cass. 51, 12; spröde, πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael. V. H. 3, 12. – Adv. ϑρυπτικῶς, Ael. H. A. 2, 11; bei Poll. 6, 185 neben βλακικῶς, ἐκδεδιῃτημένως.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρυπτικός — able to break masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυπτικός — ή, ό (Α θρυπτικός, ή, όν) [θρύπτω] 1. ικανός στο να συντρίβει 2. εύθραυστος αρχ. (για ανθρώπους) 1. τρυφηλός, μαλθακός, φιλήδονος 2. σκληρός, αυθάδης. επίρρ... θρυπτικώς (Α θρυπτικῶς) με τρόπο τρυφηλό, με μαλθακότητα …   Dictionary of Greek

  • θρυπτικά — θρυπτικός able to break neut nom/voc/acc pl θρυπτικά̱ , θρυπτικός able to break fem nom/voc/acc dual θρυπτικά̱ , θρυπτικός able to break fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυπτικόν — θρυπτικός able to break masc acc sg θρυπτικός able to break neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυπτικώτατα — θρυπτικός able to break adverbial superl θρυπτικός able to break neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυπτικώτατον — θρυπτικός able to break masc acc superl sg θρυπτικός able to break neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυπτικοῖς — θρυπτικός able to break masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυπτικοί — θρυπτικός able to break masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυπτικοῦ — θρυπτικός able to break masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυπτικῆς — θρυπτικός able to break fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυπτική — θρυπτικός able to break fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”