θρυπτικός — able to break masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυπτικός — ή, ό (Α θρυπτικός, ή, όν) [θρύπτω] 1. ικανός στο να συντρίβει 2. εύθραυστος αρχ. (για ανθρώπους) 1. τρυφηλός, μαλθακός, φιλήδονος 2. σκληρός, αυθάδης. επίρρ... θρυπτικώς (Α θρυπτικῶς) με τρόπο τρυφηλό, με μαλθακότητα … Dictionary of Greek
θρυπτικά — θρυπτικός able to break neut nom/voc/acc pl θρυπτικά̱ , θρυπτικός able to break fem nom/voc/acc dual θρυπτικά̱ , θρυπτικός able to break fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυπτικόν — θρυπτικός able to break masc acc sg θρυπτικός able to break neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυπτικώτατα — θρυπτικός able to break adverbial superl θρυπτικός able to break neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυπτικώτατον — θρυπτικός able to break masc acc superl sg θρυπτικός able to break neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυπτικοῖς — θρυπτικός able to break masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυπτικοί — θρυπτικός able to break masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυπτικοῦ — θρυπτικός able to break masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυπτικῆς — θρυπτικός able to break fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυπτική — θρυπτικός able to break fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)