δαήρ — (δαέρος), ο (Α) ο αδελφός τού συζύγου, κουνιάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λέξη που δηλώνει συγγένεια και που συνδέεται με αντίστοιχες ινδοευρ. λέξεις, όπως αρχ. ινδ. devar, λατ. lēvir (μεταπλασμένο κατά το vir), αρμ. taygr, λιθ. diever is,… … Dictionary of Greek
δαήρ — δᾱήρ , δαήρ Aus Lydien masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δᾶερ — δαήρ Aus Lydien masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste indogermanischer Wortgleichungen — Die folgenden Tabellen listen einige der vielen indogermanischen Wörtern und Wortwurzeln mit Entsprechungen (oder Wortgleichungen) in den wichtigsten Sprachzweigen der indogermanischen Sprachfamilie auf. Inhaltsverzeichnis 1 Personen 2… … Deutsch Wikipedia
Δάειρα — και Δαῑρα, η (Α) αυτή που κατέχει τη γνώση (επίθ. τής Περσεφόνης στην Αθήνα). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλυκό όνομα σε ειρα (πρβλ. αντιάνειρα, κυδιάνειρα κ.ά.), τού οποίου η ακριβής σημασία είναι άγνωστη. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το δαήναι (απαρμφ. τού αορ … Dictionary of Greek
πολυδάηρ — έρος, ἡ, Α αυτή που έχει πολλούς γυναικάδελφους, πολλούς κουνιάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαήρ «κουνιάδος»] … Dictionary of Greek
ՏԱԳՐ — (գեր, երք, րաց.) NBH 2 0837 Chronological Sequence: 8c, 14c գ. որ եւ յն. տաի՛ր. δαήρ, ἁνδράδελφος levir, frater mariti. Եղբայր փեսային՝ տագր ասի հարսին. տագր. երկանը ախպարը. գայըն: *Էին դստերաց նորա տագերք ʼի մեծ նախարարութեանցն: Ոչ որպէս տագերբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
δαρά — δᾱρά , δαήρ Aus Lydien masc acc sg δᾱρά , δηρός long neut nom/voc/acc pl (doric) δᾱρά̱ , δηρός long fem nom/voc/acc dual (doric) δᾱρά̱ , δηρός long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαράς — δᾱράς , δαήρ Aus Lydien masc acc pl δᾱρά̱ς , δηρός long fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαρός — δᾱρός , δαήρ Aus Lydien masc gen sg δᾱρός , δηρός long masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαέρα — δᾱέρα , δαήρ Aus Lydien masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)