δᾱήρ

δᾱήρ

δᾱήρ, έρος, ὁ, Mannes Bruder, Schwager; Hom. nominat. δαήρ Iliad. 3, 180; δαέρα Iliad. 14, 156; vocativ. δᾶερ Iliad. 6, 344. 355, vgl. Herodian. Scholl. Iliad. 6, 355; δαέρων, zweisylbig zu lesen, Iliad. 24, 762. 769. – Identisch ist das Latein. lēvir, vgl. lacrima altlatein. dacruma; Sanskrit dêvâ (St. dêvar) und dêvaras, Kirchenslaw. deveri, Litthau. deveris, gemeinsame Grundform daivar, das Griech. δαήρ zunächst entstanden aus δα Fήρ, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1 S. 197.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαήρ — (δαέρος), ο (Α) ο αδελφός τού συζύγου, κουνιάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λέξη που δηλώνει συγγένεια και που συνδέεται με αντίστοιχες ινδοευρ. λέξεις, όπως αρχ. ινδ. devar, λατ. lēvir (μεταπλασμένο κατά το vir), αρμ. taygr, λιθ. diever is,… …   Dictionary of Greek

  • δαήρ — δᾱήρ , δαήρ Aus Lydien masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δᾶερ — δαήρ Aus Lydien masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste indogermanischer Wortgleichungen — Die folgenden Tabellen listen einige der vielen indogermanischen Wörtern und Wortwurzeln mit Entsprechungen (oder Wortgleichungen) in den wichtigsten Sprachzweigen der indogermanischen Sprachfamilie auf. Inhaltsverzeichnis 1 Personen 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Δάειρα — και Δαῑρα, η (Α) αυτή που κατέχει τη γνώση (επίθ. τής Περσεφόνης στην Αθήνα). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλυκό όνομα σε ειρα (πρβλ. αντιάνειρα, κυδιάνειρα κ.ά.), τού οποίου η ακριβής σημασία είναι άγνωστη. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το δαήναι (απαρμφ. τού αορ …   Dictionary of Greek

  • πολυδάηρ — έρος, ἡ, Α αυτή που έχει πολλούς γυναικάδελφους, πολλούς κουνιάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαήρ «κουνιάδος»] …   Dictionary of Greek

  • ՏԱԳՐ — (գեր, երք, րաց.) NBH 2 0837 Chronological Sequence: 8c, 14c գ. որ եւ յն. տաի՛ր. δαήρ, ἁνδράδελφος levir, frater mariti. Եղբայր փեսային՝ տագր ասի հարսին. տագր. երկանը ախպարը. գայըն: *Էին դստերաց նորա տագերք ʼի մեծ նախարարութեանցն: Ոչ որպէս տագերբ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • δαρά — δᾱρά , δαήρ Aus Lydien masc acc sg δᾱρά , δηρός long neut nom/voc/acc pl (doric) δᾱρά̱ , δηρός long fem nom/voc/acc dual (doric) δᾱρά̱ , δηρός long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαράς — δᾱράς , δαήρ Aus Lydien masc acc pl δᾱρά̱ς , δηρός long fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαρός — δᾱρός , δαήρ Aus Lydien masc gen sg δᾱρός , δηρός long masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαέρα — δᾱέρα , δαήρ Aus Lydien masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”