- ναῦσθλον
ναῦσθλον, τό, = ναῦλον, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναῦσθλον, τό, = ναῦλον, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναύσθλον — ναῡσθλον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ναῡλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦ ς «πλοίο» + επίθημα θλον (πρβλ. ἔδεθλον, θύσθλα, θέμεθλα). Το σ τού τ. είναι μεταγενέστερο (πρβλ. ναύ σ της)] … Dictionary of Greek
ναῦσθλον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής … Dictionary of Greek
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
ναυσθλώ — ναυσθλῶ, όω (Α) [ναύσθλον] 1. μεταφέρω μέσω θαλάσσης 2. (το μέσ.) ναυσθλοῡμαι, όομαι παίρνω κάποιον ή κάτι μαζί μου για μεταφορά τους μέσω θαλάσσης 3. (το παθ.) α) πηγαίνω κάπου ταξιδεύοντας στη θάλασσα β) μέ διαπερνούν πλοία πολύ συχνά («γῆ… … Dictionary of Greek
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
ναύστης — ναύστης, ὁ (Α) ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ναύτης με σ πιθ. κατά τα αρσ. σε στης (πρβλ. ναῦσθλον)] … Dictionary of Greek