ναῦς

ναῦς

ναῦς, , ion. u. ep. νηῦς, dor. νᾶς; gen. νεώς, ion. u. ep. νηός u. νεός, dor. νᾱός, Aesch. Pers. 305 Ag. 871, der auch νηός hat, Spt. 62; auch im Trimeter ναός, Soph. Ant. 711 Ai. 859; dat. νηΐ, dor. νᾱΐ; accus. ναῦν, bei Ap. Rh. 1, 1358 auch νηῦν, ion. νῆα u. νέα, Od. 9, 283 als eine lange Splbe zu sprechen, dor. νᾶν; dual. gen. νεοῖν, Thuc. 2, 8; plur. νῆες, ion. νέες, Her., auch Hom., dor. νᾶες, u. in späterer Prosa auch ναῦς, was die Gramm. tadeln, vgl. Lob. zu Phryn. p. 170; gen. νεῶν, ion. νηῶν, bei Xen. ist jetzt diese Form getilgt und mit νεῶν vertauscht, An. 7, 5, 12, vgl. Hell. 1, 1, 36; dor. ναῶν; dat. ναυσί, ion. u. ep. νηυσί, ep. auch νήεσσι, selten νέεσσι, Il. 3, 46. 19, 135, dor. νάεσσι, Pind. P. 4, 56; auch ναῦφιν, ep. für gen. u. dat.; accus. ναῦς, ion. u. ep. νῆας, selten bei Hom. νέας, wie Il. 13, 101 Od. 3, 153, aber bei Her. die gewöhnliche Form, dor. νᾶας, sp. Ep. auch νηῦς; die dorischen Formen kommen auch bei attischen Dichtern vor; eigtl. von νάω, das Schwimmende, Latein. navis, – das Schiff; Hom. u. Folgde überall; Beiwörter des Schiffes bei Hom. sind ἀμφιέλισσα, γλαφυρή, εὔσελμος, ϑοή, κορωνίς, κυανόπρωρος, μέλαινα, ποντοπόρος u. ä., die man unter den betreffenden Artikeln nachsehe; ἐπὶ νηός, auf dem Schiffe, oft bei Hom.; νῆες ὡς ὠκύπτεροι ἥκουσι, Aesch. Suppl. 751, oft, wie bei Soph., Eur. u. in Prosa; man sagt πλεῖν ἐν τῇ νηΐ, Plat. Rep. I, 341 d, u. ναῦς ἐν ϑαλάττῃ πλέουσα, Legg. VI, 758 a; Thuc. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ναῦς — ship acc pl (attic) ναῦς ship fem acc pl ναῦς ship fem nom sg (doric) ναῦς ship nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ακτωρίς ναύς — και ακτωρό πλοίο πολεμικό πλοίο για την άμυνα τών ακτών, η ακταιωρός* …   Dictionary of Greek

  • ναυσί — ναῦς ship dat pl (attic) ναῦς ship fem dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσίν — ναῦς ship dat pl (attic) ναῦς ship fem dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναῦν — ναῦς ship acc sg (attic) ναῦς ship fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῆες — ναῦς ship fem nom/voc pl (epic) ναῦς ship nom pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέες — ναῦς ship fem nom pl (epic ionic) ναῦς ship nom pl (attic) νέω swim imperf ind act 2nd sg (epic ionic) νέω 1 swim imperf ind act 2nd sg (epic ionic) νέω 2 spin imperf ind act 2nd sg (epic ionic) νέω 3 heap imperf ind act 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναῦφι — ναῦς ship fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναῦφιν — ναῦς ship fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοῖν — ναῦς ship gen/dat dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”