δῶναξ

δῶναξ

δῶναξ, ακος, ὁ, dor. = δόναξ, Theocr. 20, 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόναξ — ( ακος), ο (AM δόναξ Α και δοῡναξ και δῶναξ) 1. καλάμι, βλαστός, στέλεχος φυτού, κοτσάνι 2. οστρακόδερμο με οδοντωτά εσωτερικά χείλη νεοελλ. κόσμημα τών ραβδώσεων τών κιόνων και των παραστάδων σε σχήμα ημικυκλικής ράβδου αρχ. 1. κρεβάτι από… …   Dictionary of Greek

  • dei̯ǝ-2 (di̯ā-, di̯ǝ-, dī-) —     dei̯ǝ 2 (di̯ā , di̯ǝ , dī )     English meaning: to swing, move     Deutsche Übersetzung: ‘sich schwingen, herumwirbeln (Balt and partly griech.); eilen, nacheilen, streben”     Material: O.Ind. dī yati “flies, hovers”; Gk. δῖνος m. “whirl,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”