δῶμα

δῶμα

δῶμα, τό, das Haus, die Wohnung; entstanden aus δόμημα (?) oder aus δόμα (?); verwandt δέμω, δέμας, δόμος, δομέω, δῶ, das Latein. domus, Sanskrit. dam und damas. Von Homer an öfters bei Dichtern. Nicht selten plural. Homerisch anstatt des singular.: Odyss. 7, 102 vgl. mit vs. 93, Iliad. 1, 600 vgl. mit vs. 570, Odyss. 10, 287 vgl. mit vs. 276. Sowohl von Götterwohnungen als von Menschenwohnungen: Haus des Tydeus Iliad. 14, 121, des Odysseus Odyss. 2, 259, des Eumäus Odyss. 16, 78; vom Hause des Eumäus Odyss. 14, 381 ἤλυϑ' ἐμὸν πρὸς σταϑμόν· ἐγὼ δέ μιν ἀμφαγάπαζον, var. lect. Scholl. ἤλυϑ' ἐμὰ πρὸς δώματ'· ἐγώ. vgl. Odyss. 16, 66 ἤλυϑ' ἐμὸν πρὸς σταϑμόν, ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλί. ξω, vom Hause des Eumäus; Haus des Zeus Iliad. 1, 533, des Okeanos Iliad 14, 311, des Poseidon Iliad. 13, 21 Odyss 5, 381; Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες. die Götter, Odyss. 20, 79; ϑεοὶ Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες Iliad. 1, 18; οἱ δ' ἄλλοι οὔ σφιν πάρεσαν ϑεοί, ἀλλὰ ἕκηλοι σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καϑείατο, ἧχι ἑκάστῳ δώματα καλὰ τέτυκτο κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο Iliad. 11, 77; δῶμ' 'Ἀίδαο, die Unterwelt, Iliad. 15, 251 Odyss. 12, 21. Auch Bezeichnung für das Hauptgemach des Huses, den Männersaal, wo die Gastmahle stattfinden: Iliad. 1, 600 Odyss. 17, 479. 20, 149. 21, 378. Bes. interessant Odyss. 22, 494 αὐτὰρ Ὀδυσ σεὺς εὖ διεϑείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν: was ist hier δῶμα und was μέγαρον? Und Iliad. 6, 316 Ἕκτωρ δὲ πρὸς δώματ' Ἀλεξάνδροιο βεβήκει καλά, τά ῥ' αὐτὸς ἔτευξε σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ ἐριβώλακι τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν ϑάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν ἐγγύϑι τε Πριάμοιο καὶ Ἕκτορος, ἐν πόλει ἄκρῃ. Katachrestisch heißt das Zelt des Achilleus δώματα Iliad. 24, 512, Scholl. Aristonic. δώματ': ἡ διπλῆ, ὅτι καταχρηστικῶς τὰς σκηνὰς οὕτως εἶπεν, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 24, 572; Lehrs Aristarch. p. 152. Eben so, katachrestisch, heißt die Höhle der Kalypso δῶμα Odyss. 5. 208. 242. und δώματα Odyss. 5, 6. 1, 51, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 32. – In Prosa Herodot. 2, 62 ἔν τινι νυκτὶ λύχνα καίουσι πάντες πολλὰ ὑπαίϑρια περὶ τὰ δώματα κύκλῳ. – Oefters Pindar und die Tragiker; ὦ δῶμ' Ἀΐδου καὶ Περσεφόνης, ὦ χϑόνι' Ἑρμῆ καὶ πότνι' Ἀρὰ. σεμναί τε ϑεῶν παῖδες Ἐρινύες, αἳ τοὺς ἀδίκως ϑνήσκοντας ὁρᾶτ', ἔλϑετ', ἀρήξατε Soph. El. 110; ὃς γᾶς ἐξέβα ϑαλάμων, Πλούτωνος δῶμα λιπὼν νέρτερον Eurip. Herc. fur. 808; von Tempeln, Soph. O. R. 71; vgl. Pind. P. 4, 95; denn die Tempel sind Wohnungen der Götter; – das Hauptzimmer, der Saal, wo sich die Männer versammeln, Callim. Cer. 64. – Uebertr., wie unser Haus, = Geschlecht, Λαβδάκεια Soph. O. R. 1226; öfter bei Tragg., z. B. Aesch. Ag. 1468; Eur. Hec. 624; dah. nennt Soph. O. R. 29 Theben Κάδμειον δῶμα. Vgl. auch δῶ u. δόμος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δῶμα — house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… …   Dictionary of Greek

  • δώμα — το 1. διαμέρισμα, μέρος σπιτιού. 2. επίπεδη στέγη σπιτιού που χρησιμοποιείται ως ταράτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δώμασ' — δώ̱μασι , δῶμα house neut dat pl δώμᾱσαι , δωμάω build aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) δώμᾱσα , δωμάω build aor ind act 1st sg (doric aeolic) δώμᾱσε , δωμάω build aor ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωμάτων — δω̱μάτων , δῶμα house neut gen pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd dual δωματόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δωματόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώμαθ' — δώ̱ματα , δῶμα house neut nom/voc/acc pl δώ̱ματι , δῶμα house neut dat sg δώ̱ματε , δῶμα house neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώματ' — δώ̱ματα , δῶμα house neut nom/voc/acc pl δώ̱ματι , δῶμα house neut dat sg δώ̱ματε , δῶμα house neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”