μνήστις — ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. μνάστις) 1. ανάμνηση, θύμηση, μνήμη 2. μνεία 3. προσοχή 4. φήμη 5. φρ. «μνῆστις γίγνεται» θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη σ τού μι μνή σκω + επίθημα τις (για το σ τού τ. πρβλ. λῆ σ τις)] … Dictionary of Greek
μνῆστις — remembrance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνᾶστιν — μνῆστις remembrance fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνᾶστις — μνῆστις remembrance fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνῆστιν — μνῆστις remembrance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήστης — μνῆστις remembrance fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Minerva — This article is about the Roman goddess. For other uses, see Minerva (disambiguation). Mosaic of the Minerva of Peace (detail), Elihu Vedder, 1896 (Library of Congress) … Wikipedia
Menrva — (MEchatronics N Robotics for Viable Applications) is also the name of a research laboratory at Simon Fraser University, Canada. The Judgement of Paris on an Etruscan bronze mirrorback, 4th 3rd century BCE (Louvre). Menrva is the second character… … Wikipedia
Menrva — En la mitología etrusca, Menrva es la Diosa de la sabiduría, la guerra, el arte y el comercio. Ella es parte de la tríada suprema junto con Tinia y Uni, equivalente a la tríada romana Jupiter Juno Minerva. Su contraparte griega es Atenea y es… … Wikipedia Español
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek
μνάστις — μνᾱστις, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μνήστις … Dictionary of Greek