μνήσκομαι, für μιμνήσκομαι, Anacr. in Anth. 16 (App. 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήσκομαι — (ΑΜ) μιμνήσκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μι μνή σκω χωρίς διπλασιασμό (πρβλ. υπο μνήσκω)] … Dictionary of Greek
μνήσκομαι — μιμνήσκω remind pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)