- μνήσιος
μνήσιος, zur Erinnerung gehörig, Theogn. Can. 58, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήσιος, zur Erinnerung gehörig, Theogn. Can. 58, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήσιος — μνήσιος, ον (Μ) αυτός που ανήκει στη μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μνησις (< μι μνή σκω) + κατάλ. ιος (πρβλ. κτήσ ιος)] … Dictionary of Greek
μνήσιος — of memory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησίου — μνήσιος of memory masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)